ενδόμηση

ενδόμηση
η (Α ἐνδόμησις)
οικοδόμηση μέσα σ' έναν χώρο
αρχ.
προκυμαία λιμανιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”